- αἱματοδόχος
- αἱμᾰτο-δόχος, ον,A holding blood, Sch.Od.3.444.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιματοδόχος — ο (Μ αἱματοδόχος, ον, Ν και ματοδόχος, α, ο) αυτός που περιέχει, που δέχεται μέσα του αίμα ως ουσ. η σκάφη, στην οποία συγκεντρώνεται το αίμα τών χοίρων που σφάζονται, για να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή τής αιματιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δόχος… … Dictionary of Greek
αἱματοδόχον — αἱματοδόχος holding blood masc/fem acc sg αἱματοδόχος holding blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματοδεκτικός — ή, όν (Μ) αιματοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + δέχομαι] … Dictionary of Greek
αιμοδόχος — ο (Α αἱμοδόχος, ον) ο αιματοδόχος* … Dictionary of Greek